- αλίφρων
- ἁλίφρων (-ονος), ο, η (Α)αυτός που διαθέτει αρκετή φρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλις «αρκετά» + -φρων < φρήν.ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφροσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
αλιφροσύνη — ἁλιφροσύνη, η (Α) [ἁλίφρων] κατά Ησύχ. «ἱκανὴ φρόνησις» … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek